συμπλοιοκτήτης

συμπλοιοκτήτης
ο совладелец судов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συμπλοιοκτήτης" в других словарях:

  • συμπλοιοκτήτης — ο, θηλ. συμπλοιοκτήτρια Ν [πλοιοκτήτης] ο συνιδιοκτήτης ενός πλοίου …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • συμπλοιοκτησία — η, Ν [συμπλοιοκτήτης] (ναυτ.δίκ.) μορφή από κοινού εκμετάλλευσης πλοίου, η οποία προϋποθέτει αφ ενός την εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα τού σκάφους και αφ ετέρου την πρόθεση κοινής εκμετάλλευσής του εκ μέρους τών συμπλοιοκτητών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»